- κάρθαμος
- Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. ο βαφικός. Ο κ. είναι ιθαγενής της μεσογειακής Ασίας, ενώ στην Ελλάδα είναι ημιαυτοφυής. Ο βλαστός του είναι όρθιος ύψους 0,60-1,50 μ., από τον οποίο ξεκινούν πολλά κλαδιά, φύλλα ωοειδή ή ακανθοειδή και άνθη χρώματος πορτοκαλί ή κόκκινα κατά κεφάλια, προστατευόμενα από φυλλόμορφα βράκτια. Τα άνθη του περιέχουν μια κιτρινοπορτοκαλόχρωμη χρωστική ουσία, την καρθαμίνη –ένα παράγωγο του χαλκού–, που χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζαφοράς, για τον χρωματισμό του βουτύρου, μερικών ηδυπότων και γλυκισμάτων και άλλοτε για την παρασκευή χρωμάτων υδατογραφίας. Ορισμένες ποικιλίες μπορούν να αποξηρανθούν, διατηρώντας τα χρώματά τους, και να χρησιμοποιηθούν ως διακοσμητικά.
Στην ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνονται επίσης τα είδη κ. ο μαλλωτός, κ. ο κυανούς, κ. ο ερυθρός, κ. ο λευκόκαυλος, κ. ο βασιέρειος και κ. ο οδοντωτός.
Άνθη κάρθαμου, μονοετούς πόας της οικογένειας των συνθέτων.
* * *οβοτ. γένος φυτών τής οικογένειας σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carthamus < αραβ. qartam].
Dictionary of Greek. 2013.